σμαραγή

σμαραγή
ἡ, Α
ισχυρός κρότος, πάταγος, βροντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμαραγῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σμαραγή — crashing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγήν — σμαραγή crashing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγώ — έω, Α ηχώ δυνατά, κάνω θόρυβο, κροτώ («ὅτ ἀπ οὐρανόθεν σμαραγήσῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος που προέρχεται από ονοματοποιία. Για το σύστημα σμαραγῶ: σμαραγή: σμάραγος, πρβλ. λαλαγῶ: λαλαγή, παταγῶ: παταγή: πάταγος. Η άποψη ότι η λ.… …   Dictionary of Greek

  • σμαραγῆς — σμαραγέω crash pres ind act 2nd sg (doric) σμαραγή crashing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”